Τον χειμώνα του 1984, ο «Πίμπε ντε όρο» (το «Χρυσό Αγόρι») και η Νάπολι βρισκόταν στον πρώτο χρόνο της σχέσης τους και όλα έμοιαζαν σχεδόν παραμυθένια, παρά το γεγονός πως η κορυφή του ιταλικού ποδοσφαίρου έμοιαζε σαν μακρινό όνειρο. Ο 24χρονος Αργεντινός μπορεί να μην είχε γίνει ακόμα «Θεός» αλλά ήταν ήδη «Μεσσίας», αυτός που όλοι πίστευαν (και όχι άδικα, όπως αποδείχτηκε) πως θα αλλάξει το ρου της ιστορίας της ομάδας. Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως είναι ότι σε μεγάλο βαθμό ήταν ακόμα εκείνος ο θρασύς πιτσιρικάς από μια φτωχή οικογένεια που δεν είχε γνωρίσει καλά τη χλιδή και την πολυτέλεια που συναντάει κανείς όταν το εισόδημα του αυξάνεται κατακόρυφα και η φήμη του φτάνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Μερικά χιλιόμετρα βορειοανατολικά από τη Νάπολι, βρίσκεται η Ατσέρα, μια μικρή πόλη 40.000 κατοίκων τότε, ένα από αυτά τα μέρη που προσπερνάς με το αμάξι και λίγη ώρα μετά έχεις ξεχάσει την ύπαρξη τους. Τον χειμώνα εκείνο, ένας απελπισμένος ντόπιος πατέρας που έβλεπε πως τα λεφτά του δεν έφταναν για να μεταφερθεί ο άρρωστος γιος του στη Γαλλία, για να υποβληθεί σε επέμβαση, ζήτησε τη βοήθεια του Πιέτρο Πουζόνε, ενός 21χρονου ποδοσφαιριστή που είχε καταγωγή από την Ατσέρα και εκείνη την εποχή έπαιζε στη Νάπολι. Ο Πουζόνε συζήτησε το θέμα με τους συμπαίκτες του και ζήτησε από τη διοίκηση άδεια για να διεξαχθεί στην Ατσέρα ένα φιλικό, με αντίπαλο την τοπική ερασιτεχνική ομάδα, τα έσοδα του οποίου θα ενίσχυαν την οικογένεια του μικρού παιδιού.
Σύμφωνα με τον Πουζόνε ο πρόεδρος της ομάδας, Κοράντο Φερλαΐνο, είχε αρνητική στάση, φοβούμενος για τη σωματική ακεραιότητα των παικτών και ειδικότερα του Μαραντόνα, που λίγους μήνες πριν είχε γίνει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο Ντιεγκίτο όμως είχε πάρει εξ αρχής τη δική του απόφαση: «Θα πάμε να παίξουμε». Και κάπως έτσι, χάρη στην επιμονή ενός πεισματάρη, ταλαντούχου Αργεντινού με φουντωτό μαλλί, η Ατσέρα απέκτησε μια όμορφη ιστορία για να διηγείται στις επόμενες γενιές.
Η Νάπολι κατέφθασε στο μικρό γηπεδάκι της πόλης ένα κρύο και μουντό απόγευμα και αντίκρισε αυτό ακριβώς που φοβόταν η διοίκηση της ομάδας εξ αρχής: ένα ερασιτεχνικό γήπεδο, χωμένο ανάμεσα σε παλιά, ερειπωμένα κτίρια, με αποδυτήρια που δεν είχαν ούτε τα στοιχειώδη, μια κεντρική, ετοιμόρροπη κερκίδα και έναν αγωνιστικό χώρο γεμάτο λακκούβες, χώμα και λασπουριά.
Οι παίκτες και των δυο ομάδων έκαναν προθέρμανση μπροστά σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, την ώρα που διάφοροι παρατρεχάμενοι περνούσαν από δίπλα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν ότι ο τύπος με το 10 στη φανέλα που έκανε τσαλιμάκια στο πάρκινγκ του γηπέδου της πόλης τους ήταν πράγματι ο Μαραντόνα, ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του πλανήτη εκείνη την εποχή.
Παρά την τραγική κατάσταση του αγωνιστικού χώρου, που χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα, ο αγώνας ξεκίνησε και τέλειωσε κανονικά. Το περιβραχιόνιο της Νάπολι μόνο για το συγκεκριμένο παιχνίδι φόρεσε ο ντόπιος Πουζόνε. Αδιαφορώντας για τα (πολλά) λεφτά που είχαν επενδυθεί πάνω του και για το ότι ήταν ένα από τα ανερχόμενα αστέρια του Καμπιονάτο, ο Ντιεγκίτο αντιμετώπισε την όλη εκδήλωση σαν ένα ακόμα παιχνίδι, όπως αυτά που έπαιζε μικρός στους δρόμους και τις αλάνες του Μπουένος Άιρες.
Κυνήγησε χαμένες μπαλιές, έφτιαξε παιχνίδι, ντρίπλαρε, έκανε τάκλιν, πανηγύριζε τα γκολ του, έπεσε στις λάσπες και σε μια φάση στο δεύτερο ημίχρονο πέρασε όποιον έκανε το λάθος να βρεθεί μπροστά του, συμπεριλαμβανομένου και του τερματοφύλακα, πριν σκοράρει σε άδεια εστία και αποθεωθεί από τον κόσμο, που επειδή δεν χωρούσε στις κερκίδες (υπολογίζεται πως περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι κατέκλυσαν κάθε γωνία του γηπέδου), στεκόταν όρθιος, δίπλα στις πλαϊνές γραμμές, με τις ομπρέλες στο χέρι.
Στο τέλος του αγώνα όλο το γήπεδο σηκώθηκε όρθιο και χειροκρότησε παρατεταμένα γι’ αυτή τη μικρή αλλά τόσο ανέλπιστη (για τους κατοίκους μιας τόσο μικρής, αδιάφορης πόλης) παράσταση. Ο ίδιος αποχώρησε λασπωμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Αυτή δεν ήταν η πρώτη αλλά ούτε και η τελευταία φορά στη ζωή του που λερώθηκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, παίζοντας μπάλα. Αρκετά χρόνια μετά, στο ποδοσφαιρικό του αντίο, εκστόμισε τα ωραιότερα λόγια της καριέρας του: «Εγώ έκανα λάθος και το πλήρωσα. Η μπάλα όμως δεν λεκιάζεται».
Σε μια συνέντευξη του το 2015 ο Πουζόνε αποκάλυψε πως τα λεφτά που συγκεντρώθηκαν από τα εισιτήρια και τις χορηγίες κάλυψαν και με το παραπάνω την επέμβαση του μικρού, που υγιής πλέον μπορεί να διηγείται στα δικά του παιδιά πως μια μέρα του χειμώνα του 1984, ο καλύτερος παίκτης του κόσμου ήρθε, για χάρη του, να παίξει μπάλα στις λάσπες.
Πηγή: www.sombrero.gr