Μπαίνω φέισμπουκ. Πρώτη είδηση που πετάγεται μπροστά μου, νεότερα για το ποδοσφαιρικό σίριαλ. Νέο επεισόδιο στην κωμικοτραγική σειρά που αν ήταν βραζιλιάνικης παραγωγής μεταγλωττισμένη στα Ελληνικά, ούτε η τελευταία γριούλα στο πιο μακρινό χωρίο δεν θα την έβλεπε, κι ας μην έπιανε άλλο κανάλι η τηλεόρασή της.
Και τότε το κατάλαβα. Είχα πάθει Ποδοσφαιρική Ανορεξία. Και μακάρι να ήμουν ο μόνος. Αλήθεια τώρα, ποιος έχει όρεξη να ασχοληθεί πλέων με αυτή την υπόθεση; Ρητορική η ερώτηση, δεν χρήζει απάντησης. Είναι γνωστή εξάλλου. Και ερωτώ. Πώς να μην καταντήσεις ανορεξικός του ποδόσφαιρου με τον μασκοφόρο, την κροτίδα, τον τραυματισμό, τη διακοπή, τη σύλληψη, τη δικαστική, τις ανακοινώσεις, τις πορείες διαμαρτυρίας, τα συμβόλαια, τις προθεσμίες, το εφετείο, τις παραιτήσεις, το κράξιμο, την εκτελεστική και τα επεισόδια δεν έχουν τελειωμό… Η ποδοσφαιρική ξενέρα στο απόλυτο μεγαλείο της.
Ποιος αγνός φίλαθλος θα θέλει να θυμάται αυτή τη χρονιά; Και πως θα τη θυμάται; Και το πιο σημαντικό.. Ποιος φταίει; Μα εμείς! Όλοι εμείς που φωνασκούμε σε κάθε γελοιότητα μα κλείνουμε τα μάτια όταν αυτή μας ευνοεί. Όλοι εμείς που εθελοτυφλούμε και κάνουμε πρώτους αυτούς που έπρεπε να ήταν τελευταίοι και εξορισμένοι από το άθλημα. Όλοι εμείς που ρίχναμε ψήφο εμπιστοσύνης. Όλοι εμείς που όχι μόνο με την ανοχή μας, αλλά και την επιβράβευση μας προς τον «καλύτερο» χειρότερο του είδους, συντηρούμε το σύστημα. Αφού μας συμφέρει. Αφού όλοι τα κάνουν. Αφού τόσα χρόνια τα κάνουν. Να τα κάνω και εγώ, το θέλω το πρωταθληματάκι, δεν με νοιάζει το πως. Όλοι εμείς που ποτέ δεν αντιδράσαμε δυναμικά με μέτρα που θα έδιναν το σύνθημα για αναγέννηση του Ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι του τόπου. Φτάσαμε το ποδόσφαιρο στο σημείο μηδέν, και όπως είπε και μια εκ των μεγαλυτέρων διανοιών που πέρασε από αυτόν τον πλανήτη, για όλα τα κακά του κόσμου δεν φταίνε αυτοί που τα προκαλούν, αλλά αυτοί που τους παρακολουθούν με σταυρωμένα χέρια. Για πείτε μου. Εάν ο Αλβέρτος Άινσταιν ζούσε και παρακολουθούσε αυτά τα δραματικά γεγονότα, αλήθεια τι γνώμη θα σχημάτιζε για αυτούς που θα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στο γήπεδο και να σχίζουν τους λαιμούς τους την νέα χρονιά; Επιεικώς ηλίθιους.
Βέβαια ο Άϊνσταιν ποτέ δεν υπήρξε και φανατικός οπαδός, οπόταν δεν θα μπορούσε να συλλάβει στο μυαλό του (η καλύτερα στην καρδιά του, μιας και το συναίσθημα θα μας στείλει πίσω στα γήπεδα) την έννοια του αγνού οπαδού, πραγματικού λάτρη του ποδοσφαίρου, που μαραίνεται μέρα με τη μέρα παρακολουθώντας το άθλημα να χάνει από την ουσία του, από την ζωή του, πεταμένο από μια χούφτα ανθρώπων σε μια έρημο χωρίς όαση.
Κι όμως. Υπάρχει ελπίδα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν το ποδόσφαιρο, πάντα θα υπάρχει ελπίδα. Η αρχή όμως χρειάζεται να γίνει από εμάς. Όλους εμάς που θα ξυπνήσουμε, που θα αλλάξουμε στάση, που θα σταματήσουμε να ανεχόμαστε και θα αρχίσουμε επιτέλους να αντιδρούμε. Συνολικά, όχι μεμονωμένα. Και για να προλάβω μερικούς, όχι με βία. Με πράξεις ναι, αλλά όχι με βία. Με φωνή. Δυνατή, μαζική, συσπειρωμένη από όλα τα ποδοσφαιρικά σύνολα, οργανωμένα και μη. Τόσο δυνατή φωνή που θα τρυπήσει αυτιά και θα γκρεμίσει καρέκλες. Τόσο δυνατή που θα τραντάξει τα συθέμελα του συστήματος. Μια φωνή που θα κουφάνει κάθε εμπλεκόμενο στην κατάντια του Κυπριακού ποδοσφαίρου τόσο πολύ ώστε να μην ακούει τίποτα. Μόνο να βλέπει. Να βλέπει τον καλύτερο και να τον ανταμείβει. Τον καλύτερο στις τέσσερις γραμμές, όχι τον καλύτερο έξω απ’ αυτές. Κι ας μην είσαι εσύ.
Μπορούμε. Θέλουμε;
{loadposition belowcontent}
Μπαίνω φέισμπουκ. Πρώτη είδηση που πετάγεται μπροστά μου, νεότερα για το ποδοσφαιρικό σίριαλ. Νέο επεισόδιο στην κωμικοτραγική σειρά που αν ήταν βραζιλιάνικης παραγωγής μεταγλωττισμένη στα Ελληνικά, ούτε η τελευταία γριούλα στο πιο μακρινό χωρίο δεν θα την έβλεπε, κι ας μην έπιανε άλλο κανάλι η τηλεόρασή της.
Και τότε το κατάλαβα. Είχα πάθει Ποδοσφαιρική Ανορεξία. Και μακάρι να ήμουν ο μόνος. Αλήθεια τώρα, ποιος έχει όρεξη να ασχοληθεί πλέων με αυτή την υπόθεση; Ρητορική η ερώτηση, δεν χρήζει απάντησης. Είναι γνωστή εξάλλου. Και ερωτώ. Πώς να μην καταντήσεις ανορεξικός του ποδόσφαιρου με τον μασκοφόρο, την κροτίδα, τον τραυματισμό, τη διακοπή, τη σύλληψη, τη δικαστική, τις ανακοινώσεις, τις πορείες διαμαρτυρίας, τα συμβόλαια, τις προθεσμίες, το εφετείο, τις παραιτήσεις, το κράξιμο, την εκτελεστική και τα επεισόδια δεν έχουν τελειωμό… Η ποδοσφαιρική ξενέρα στο απόλυτο μεγαλείο της.
Ποιος αγνός φίλαθλος θα θέλει να θυμάται αυτή τη χρονιά; Και πως θα τη θυμάται; Και το πιο σημαντικό.. Ποιος φταίει; Μα εμείς! Όλοι εμείς που φωνασκούμε σε κάθε γελοιότητα μα κλείνουμε τα μάτια όταν αυτή μας ευνοεί. Όλοι εμείς που εθελοτυφλούμε και κάνουμε πρώτους αυτούς που έπρεπε να ήταν τελευταίοι και εξορισμένοι από το άθλημα. Όλοι εμείς που ρίχναμε ψήφο εμπιστοσύνης. Όλοι εμείς που όχι μόνο με την ανοχή μας, αλλά και την επιβράβευση μας προς τον «καλύτερο» χειρότερο του είδους, συντηρούμε το σύστημα. Αφού μας συμφέρει. Αφού όλοι τα κάνουν. Αφού τόσα χρόνια τα κάνουν. Να τα κάνω και εγώ, το θέλω το πρωταθληματάκι, δεν με νοιάζει το πως. Όλοι εμείς που ποτέ δεν αντιδράσαμε δυναμικά με μέτρα που θα έδιναν το σύνθημα για αναγέννηση του Ποδοσφαιρικού γίγνεσθαι του τόπου. Φτάσαμε το ποδόσφαιρο στο σημείο μηδέν, και όπως είπε και μια εκ των μεγαλυτέρων διανοιών που πέρασε από αυτόν τον πλανήτη, για όλα τα κακά του κόσμου δεν φταίνε αυτοί που τα προκαλούν, αλλά αυτοί που τους παρακολουθούν με σταυρωμένα χέρια. Για πείτε μου. Εάν ο Αλβέρτος Άινσταιν ζούσε και παρακολουθούσε αυτά τα δραματικά γεγονότα, αλήθεια τι γνώμη θα σχημάτιζε για αυτούς που θα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στο γήπεδο και να σχίζουν τους λαιμούς τους την νέα χρονιά; Επιεικώς ηλίθιους.
Βέβαια ο Άϊνσταιν ποτέ δεν υπήρξε και φανατικός οπαδός, οπόταν δεν θα μπορούσε να συλλάβει στο μυαλό του (η καλύτερα στην καρδιά του, μιας και το συναίσθημα θα μας στείλει πίσω στα γήπεδα) την έννοια του αγνού οπαδού, πραγματικού λάτρη του ποδοσφαίρου, που μαραίνεται μέρα με τη μέρα παρακολουθώντας το άθλημα να χάνει από την ουσία του, από την ζωή του, πεταμένο από μια χούφτα ανθρώπων σε μια έρημο χωρίς όαση.
Κι όμως. Υπάρχει ελπίδα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν το ποδόσφαιρο, πάντα θα υπάρχει ελπίδα. Η αρχή όμως χρειάζεται να γίνει από εμάς. Όλους εμάς που θα ξυπνήσουμε, που θα αλλάξουμε στάση, που θα σταματήσουμε να ανεχόμαστε και θα αρχίσουμε επιτέλους να αντιδρούμε. Συνολικά, όχι μεμονωμένα. Και για να προλάβω μερικούς, όχι με βία. Με πράξεις ναι, αλλά όχι με βία. Με φωνή. Δυνατή, μαζική, συσπειρωμένη από όλα τα ποδοσφαιρικά σύνολα, οργανωμένα και μη. Τόσο δυνατή φωνή που θα τρυπήσει αυτιά και θα γκρεμίσει καρέκλες. Τόσο δυνατή που θα τραντάξει τα συθέμελα του συστήματος. Μια φωνή που θα κουφάνει κάθε εμπλεκόμενο στην κατάντια του Κυπριακού ποδοσφαίρου τόσο πολύ ώστε να μην ακούει τίποτα. Μόνο να βλέπει. Να βλέπει τον καλύτερο και να τον ανταμείβει. Τον καλύτερο στις τέσσερις γραμμές, όχι τον καλύτερο έξω απ’ αυτές. Κι ας μην είσαι εσύ.
Μπορούμε. Θέλουμε;
{loadposition belowcontent}